- τεχνολογώ
- τεχνολόγησα, τεχνολογήθηκα, τεχνολογημένος1. μιλώ ή γράφω για την τέχνη.2. βάζω κάτι σε κανόνες, συστηματοποιώ.3. αναλύω γραμματικά τις λέξεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.